κατακληροδοτώ

κατακληροδοτώ
κατακληροδοτῶ, -έω (AM)
μοιράζω κάτι ως κληρονομιά
αρχ.
διανέμω με κλήρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατακληροδοτισμός — κατακληροδοτισμός, ὁ (Α) [κατακληροδοτώ] η διανομή με κλήρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”